- σημαδευτής
- ο , σημαδεύτρα η меткий стрелок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σημαδευτής — ο, θηλ. σημαδεύτρα, Ν [σημαδεύω] αυτός που σημαδεύει καλά, ο καλός σκοπευτής … Dictionary of Greek
σημαδευτής — ο σκοπευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημαδεύτρα — η, Ν βλ. σημαδευτής … Dictionary of Greek